ἐκλείπει

ἐκλείπει
ἐκλείπω
leave out
pres ind mp 2nd sg
ἐκλείπω
leave out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • AMENANUS — Siciliae fluv. ad Aetnam mont, Strab. qui hodie Iudicello dicitur Fazello. Amelianus Steph. videtur in Catane, sed tu lege Α᾿μενανὸν, ac obiter emenda Ovid. Met. l. 15. Fab. 3. Nec non Sicanias volvens Amasenus arenas Nunc fluit; interdum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • δυσέκλειπτος — δυσέκλειπτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα εκλείπει, ο ακατάπαυστος …   Dictionary of Greek

  • εξαρχής — και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς) επίρρ. από την αρχή μσν. 1. ανέκαθεν («ἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.) 2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῑν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μάρανση — η (AM μάρανσις) [μαραίνω] μαρασμός, μάραμα αρχ. 1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη 2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση 3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”